ΙΑΤΡΕΙΟ Ν. ΜΟΥΔΑΝΙΑ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ: 23730 21515
ΙΑΤΡΕΙΟ ΠΟΛΥΓΥΡΟΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ: 23710 22721
ΙΑΤΡΙΚΟ ΔΙΑΒΑΛΚΑΝΙΚΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ: 2310 400222
Δρ. Ευαγγελινός Δημήτρης
Χειρουργός Γυναικολόγος Ογκολόγος
Δρ. Σκαφιδά Παρασκευή
Μαιευτήρας Χειρουργός Γυναικολόγος

Καρκίνος του αιδοίου και του κόλπου

Ο καρκίνος του αιδοίου και ο καρκίνος του κόλπου είναι σπάνιοι γυναικολογικοί καρκίνοι, οι οποίοι μπορούν να θεραπευθούν ακόμη και να ιαθούν πλήρως, εάν είναι πολύ έγκαιρη η διάγνωση.

Καρκίνος του αιδοίου

Ο καρκίνος του αιδοίου είναι σχεδόν πάντα πλακώδες καρκίνωμα, το οποίο προσβάλλει τα εξωτερικά γεννητικά όργανα, δηλαδή το εφηβαίο, τα μικρά και μεγάλα χείλη, την κλειτορίδα, τους βαρθολίνειους αδένες και την είσοδο του κόλπου. Εμφανίζεται συνήθως σε γυναίκες άνω των 65 ετών.

Εάν δε διαγνωστεί σε εξέταση, σε αρκετές περιπτώσεις δεν έχει συμπτώματα. Εάν εμφανίσει, αυτά είναι:

Διάγνωση και θεραπεία του καρκίνου του αιδοίου

Πριν από τη λήψη βιοψίας από τους λεμφαδένες, απαιτείται κλινική εξέταση και απεικόνιση της βουβωνικής περιοχής (είτε με υπερηχογράφημα, είτε με PET-CT, είτε με μαγνητική τομογραφία (MRI)) με στόχο τον καθορισμό της πιθανής ύπαρξης λεμφαδενικών μεταστάσεων.

Οι ύποπτοι λεμφαδένες (στην ψηλάφηση ή/και την απεικόνιση) ελέγχονται με αναρρόφηση λεπτής βελόνας (FNA) ή βιοψία (core biopsy). Μπορεί να απαιτηθεί περαιτέρω έλεγχος με CT θώρακα, κοιλίας και πυέλου. Αποφεύγεται η πλήρης εκτομή της βλάβης προεγχειρητικά, γιατί μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στον περαιτέρω θεραπευτικό σχεδιασμό. Σε ασθενείς με πολλαπλές βλάβες, λαμβάνονται βιοψίες από όλες τις βλάβες ξεχωριστά, με πλήρη χαρτογράφησή τους.

Απαιτείται τοπική ριζική εκτομή. Εκτός από την τοπική ριζική εκτομή, απαιτείται επιπλέον εκτομή της διαφοροποιημένης ενδοεπιθηλιακής νεοπλασίας του αιδοίου (d-VIN). Ο στόχος της εκτομής είναι να επιτευχθούν ελεύθερα χειρουργικά όρια τουλάχιστον 1 cm. Όταν η διήθηση επεκτείνεται στα χειρουργικά όρια εκτομής του όγκου, η επανεγχείρηση είναι η θεραπεία επιλογής.

Σε νόσο σταδίου > pT1a γίνεται θεραπεία της βουβωνικής περιοχής.

Για μεμονωμένους όγκους < 4cm, χωρίς ύποπτους λεμφαδένες στην κλινική εξέταση και στην απεικόνιση, γίνεται έλεγχος του φρουρού λεμφαδένα.

Για όγκους ≥ 4 cm και/ή σε περίπτωση πολυεστιακής διηθητικής νόσου, γίνεται αμφοτερόπλευρη μηροβουβωνική λεμφαδενεκτομή.

Στις περιπτώσεις που κρίνεται απαραίτητη η λεμφαδενεκτομή αφαιρούνται και οι επιφανειακοί και οι εν τω βάθει μηριαίοι λεμφαδένες.

Κατά την επέμβαση γίνεται διεγχειρητική αξιολόγηση (ταχεία βιοψία) του φρουρού λεμφαδένα ώστε να αποφευχθεί η επανεπέμβαση. Σε περίπτωση που εντοπίζεται μεταστατική νόσος στον φρουρό λεμφαδένα (οποιουδήποτε μεγέθους) πραγματοποιείται μηροβουβωνική λεμφαδενεκτομή.

Η επικουρική ακτινοθεραπεία θα πρέπει να ξεκινά το συντομότερο δυνατόν, κατά προτίμηση εντός διαστήματος 6 εβδομάδων από τη χειρουργική επέμβαση.

Ο καρκίνος του κόλπου

Ο καρκίνος του κόλπου προέρχεται από τα πλακώδη κύτταρα που σχηματίζουν τον κόλπο και δημιουργούν μελάνωμα, σάρκωμα ή είναι μεταστατικός από τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας. Αποτελεί μια σπάνια γυναικολογική νόσο η οποία αφορά το 1-2% του συνόλου των γυναικολογικών καρκίνων. Ο καρκίνος του κόλπου διαγιγνώσκεται σε γυναίκες 60-70 ετών, ενώ οι γυναίκες κάτω των 50 ετών αποτελούν λιγότερο από το 15% του συνόλου των περιπτώσεων με καρκίνο του κόλπου.

Στη συντριπτική του πλειοψηφία ο καρκίνος του κόλπου ιστολογικά, προέρχεται απο το πλακώδες επιθήλιο (90% των περιπτώσεων). Στα αρχικά του στάδια επεκτείνεται κατά συνέχεια ιστού, ωστόσο, το μεγαλύτερο ποσοστό των ασθενών ανευρίσκεται σε προχωρημένα στάδια με μεταστατική νόσο. Το αδενοκαρκίνωμα το κόλπου απαντάται σε μικρότερες ηλικίες (συνήθως μεταξύ 17 και 21 ετών).

Στους προδιαθεσικούς παράγοντες ανάπτυξης καρκίνου του κόλπου συμπεριλαμβάνονται η πρώιμη ηλικία (<17) έναρξης των σεξουαλικών επαφών, το κάπνισμα, το πτωχό κοινωνικοοικονομικό προφίλ, το ιστορικό κονδυλωμάτων του γεννητικού συστήματος, το ιστορικό παθολογικών αποτελεσμάτων στην κυτταρολογική εξέταση κατά Παπανικολάου και η υστερεκτομή για την αντιμετώπιση ενδοεπιθηλιακών αλλοιώσεων του τραχήλου.

Η διάγνωσή του είναι σχεδόν πάντοτε στο πλαίσιο γυναικολογικής εξέτασης κατά την κολποσκόπηση, όπου λαμβάνεται τεμάχιο για βιοψία από ύποπτες περιοχές. Η βιοψία δίνει και τη σταδιοποίηση της νόσου. Η διάγνωση της νόσου τίθεται αφού έχει πρώτα αποκλειστεί ο καρκίνος τραχήλου ουρήθρας και/ή αιδοίου. Η αντιμετώπιση της νόσου είναι αρκετά δυσχερής καθώς δεν υπάρχουν σαφή δεδομένα για την επιτυχία των διαφόρων μεθόδων.

Η συχνότερα εφαρμοζόμενη θεραπεία αντιμετώπισης της ενδοεπιθηλιακής νεοπλασίας του κόλπου είναι ο καυτηριασμός με συσκευή laser διοξειδίου. Τα ποσοστά θεραπείας των ασθενών κυμαίνονται μεταξύ 70 και 90%, ενώ ο βραχυπρόθεσμος έλεγχος της νόσου (εντός της πρώτης διετίας από τη θεραπεία) αναδεικνύει ικανοποιητικά αποτελέσματα, καθώς σε τουλάχιστον 70-80% των θεραπευμένων περιπτώσεων φαίνεται ότι δεν υποστρέφει η νόσος.

Η χειρουργική αφαίρεση των βλαβών με τη μέθοδο της κολπεκτομής διενεργείται στις περιπτώσεις στις οποίες δεν μπορεί να αποκλεισθεί η διηθητική νόσος, ενώ λαμβάνεται στα υπόψη η ηλικία της ασθενούς καθώς η επέμβαση μπορεί να είναι ακρωτηριαστική. Άλλη θεραπεία είναι η βραχυθεραπεία.